- βελονωτός
- η , ό[ν]1) игольчатый;
βελονωτόν όπλον — игольчатое ружьё;
2) иглообразный; остроконечный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βελονωτόν όπλον — игольчатое ружьё;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βελονωτός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με βελόνα, μυτερός 2. φρ. «βελονωτά...» ή «βελονάτα όπλα» όπλα στα οποία βελονοειδής προεξοχή χτυπάει το καψούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνα. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο, των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά… … Dictionary of Greek
βελονωτός — ή, ό ο βελονοειδής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βελονάτος — η, ο βλ. βελονωτός … Dictionary of Greek
βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… … Dictionary of Greek